ἀνεμο-φόρητος

ἀνεμο-φόρητος

ἀνεμο-φόρητος, vom Winde weggeführt, Cic. Att. 13, 37; Luc. Lexiph. 7.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ανεμοφόρητος — ἀνεμοφόρητος, ον (AM) εκείνος που παρασύρεται από τόν άνεμο, που τον μετακινεί ο άνεμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < άνεμος + φορητός < φορώ, θαμιστικό του φέρω (πρβλ. αποφόρητος, διαφόρητος, κ.ά.)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”