- ὀνιδία
ὀνιδία, ἡ, = ὀνίς, Suid. erklärt τοῦ ἵππου τοῦ ἀφόδευμα.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὀνιδία, ἡ, = ὀνίς, Suid. erklärt τοῦ ἵππου τοῦ ἀφόδευμα.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ονίδιο — το (Α ὀνίδιον) [όνος] μικρός όνος, γαιδουράκι αρχ. στον πληθ. τὰ ὀνίδια κόπρος όνων … Dictionary of Greek