- ἀ-βεβαιότης
ἀ-βεβαιότης, ητος, ἡ, Unbeständigkeit, Pol. fr. 6.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀ-βεβαιότης, ητος, ἡ, Unbeständigkeit, Pol. fr. 6.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
βεβαιότης — steadfastness fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βεβαιότητα — βεβαιότης steadfastness fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βεβαιότητες — βεβαιότης steadfastness fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βεβαιότητι — βεβαιότης steadfastness fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βεβαιότητος — βεβαιότης steadfastness fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βεβαιότητ' — βεβαιότητα , βεβαιότης steadfastness fem acc sg βεβαιότητι , βεβαιότης steadfastness fem dat sg βεβαιότητε , βεβαιότης steadfastness fem nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βεβαιότητα — η (AM βεβαιότης) [βέβαιος] 1. η ιδιότητα του βέβαιου, σταθερότητα, σιγουριά 2. πεποίθηση, πίστη για κάτι 3. εγγύηση, ασφάλεια … Dictionary of Greek
πιθανότητα — Η θεωρία των πιθανοτήτων είναι ένας αρκετά νέος, σχετικά, κλάδος των μαθηματικών, του οποίου η συμβολή και η σημασία του για τις φυσικές και κοινωνικές επιστήμες, τη βιολογία, τη βλητική, καθώς και για την αντιμετώπιση προβλημάτων στη βιομηχανία… … Dictionary of Greek
ՀԱՍՏ — (ի, ից.) NBH 2 0054 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 8c, 10c, 12c ա. στάσιμος, βέβαιος stabilis, constans. (յորմէ Հաստատ. Հաստել. եւ այլն. արմատն է Աստ, աստի, աստին. խիստ. նիստ. ըստ.) Ամրապինդ. ամրակազմ. սերտ. կարծր. կայուն … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)