ἀν-εκ-θέρμαντος

ἀν-εκ-θέρμαντος

ἀν-εκ-θέρμαντος, nicht zu erwärmen, Phot.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • θερμαντός — θερμαντός, ή, όν (Α) [θερμαίνω] αυτός που μπορεί να θερμανθεί …   Dictionary of Greek

  • θερμαντόν — θερμαντός capable of being heated masc acc sg θερμαντός capable of being heated neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θερμαντοῦ — θερμαντός capable of being heated masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θερμαντῷ — θερμαντός capable of being heated masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • несъгрѣѥмыи — (1*) пр. Несогреваемый, постоянно холодный: къ страшьномѹ томѹ сѹдии поидемъ… въ то великоѥ... сѹдище и мѹчителище... идеже прѣстоли сто˫ать || страшьнии... идеже рѣка ѡгнѧ негасимаго. идеже некротимыи чьрвь. идеже несъгрѣѥма˫а гроза. идеже… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • θερμαίνω — (ΑΜ θερμαίνω) 1. κάνω θερμό κάτι, ζεσταίνω (α. «θερμαίνω νερό» β. «ἥλιος θερμαίνων χθόνα», Ευρ.) 2. ενισχύω, εμψυχώνω (α. «τόν θέρμανε η συζήτηση». β. «θερμαίνει φιλότατι νόον», Πίνδ.) 3. παθ. θερμαίνομαι α) είμαι ή γίνομαι θερμός, προσλαμβάνω… …   Dictionary of Greek

  • θερμαντικός — ή, ό (ΑΜ θερμαντικός, ή, όν) [θερμαντός] ο ικανός να θερμαίνει, αυτός που παράγει θερμότητα, ο θερμογόνος («τὸ μὲν τῆς ψυχῆς μετὰ τοῡ σώματος θερμαντικὸν οἶνος», Πλάτ.) νεοελλ. 1. το ουδ. ως ουσ. το θερμαντικό κάθε θερμό υγρό που λαμβάνεται για… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”