ὀνειδείη, ἡ, poet. = ὄνειδος, Hom. ep. 4, 12.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ονειδείη — ὀνειδείη, ἡ (Α) (ποιητ. τ.) όνειδος. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητικός σχηματισμός από το επίθ. ὀνείδειος (πρβλ. ελεγχείη: έλεγχος)] … Dictionary of Greek
ὀνειδείην — ὀνειδείη fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)