- περι-τετραίνω
περι-τετραίνω, = περιτιτράω.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
περι-τετραίνω, = περιτιτράω.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
περιτίτραμαι — Α διατρυπώμαι, τρυπιέμαι ολόγυρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + τίτραμαι, μτγν. τ. τού τετραίνω «τρυπώ»] … Dictionary of Greek
τέρμα — το, ΝΜΑ 1. το τελικό σημείο ή όριο χώρου ή χρόνου στο οποίο καταλήγει κανείς ή περατώνεται κάτι, τέλος, πέρας (α. «τέρμα οδού» β. «τέρμα τού καλοκαιριού» γ. «οἶσθα γὰρ εὖ περί τέρμαθ ἑλισσέμεν», Ομ. Ιλ. δ. «τέρμα κελεύθου διαμειψάμενος», Αισχύλ.… … Dictionary of Greek