ὀνειράτιον

ὀνειράτιον

ὀνειράτιον, τό, dim. zum Vorigen, Träumchen, Schol. Ap. Rh. 2, 197.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ονειράτιον — ὀνειράτιον, τὸ (Α) υποκορ. τού όνειρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ὀνειρατ τού ὄνειραρ, ατος(βλ. λ. όναρ)] …   Dictionary of Greek

  • ὀνειράτιον — neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀνειρατίοις — ὀνειράτιον neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀνειράτια — ὀνειράτιον neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • όναρ — το (Α ὄναρ) 1. όραμα το οποίο παρουσιάζεται κατά τη διάρκεια τού ύπνου, όνειρο 2. φρ. «κατ όναρ» στον ύπνο, σε όνειρο αρχ. 1. καθετί το αβέβαιο ή απατηλό 2. (ως επίρρ.) ὄναρ σε όνειρο, στον ύπνο («ὄναρ γὰρ ὑμᾱς νῡν Κλυταιμνήστρα καλῶ», Ευμ.) 3.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”