- ὀνειρο-τόκος
ὀνειρο-τόκος, Träume hervorbringend, λέκτρα, Nonn. D. 10, 264.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὀνειρο-τόκος, Träume hervorbringend, λέκτρα, Nonn. D. 10, 264.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κλεπτοτόκος — κλεπτοτόκος, ον (Α) 1. γόνος κλέφτη, γιος ή κόρη κλέφτη 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ κλεπτοτόκος αυτή που γέννησε κλέφτη. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλέπτης + τόκος (< τόκος < τίκτω), πρβλ. ονειρο τόκος, υμνο τόκος] … Dictionary of Greek
κλεψιτόκος — κλεψιτόκος, ον (Α) (για γυναίκα και κυρίως ως επίθ. τής Ρέας) αυτή που γεννά κρυφά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλεψι (< κλέπτω) + τόκος (< τόκος < τίκτω), πρβλ. αρρενο τόκος, ονειρο τόκος. Σύνθ. τού τύπου τερψί μβροτος] … Dictionary of Greek
κυμοτόκος — και κυοτόκος ον (Α) αυτός που αναφέρεται στον τοκετό («ἐν γαστρὸς κυμοτόκοις ὀδύναις», επιγρ.) [ΕΤΥΜΟΛ. < κῦμα + τόκος (< τόκος < τίκτω), πρβλ. ονειρο τόκος, υγρο τόκος] … Dictionary of Greek