ὀνειρο-πόλος

ὀνειρο-πόλος

ὀνειρο-πόλος, der sich mit Träumen beschäftigt, bes. um die Zukunft daraus vorherzusagen, der Traumdeuter; Il. 1, 63; γέρων, 5, 149; nach Schol. zur ersteren Stelle aber genauer der, welcher die Träume hat.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • θεοπρόσπολος — θεοπρόσπολος, ον (Α) ο θεοπρόσπλοκος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + πρόσ πολος «υπηρέτης» (< προς + πόλος < πέλομαι, πρβλ. αι πόλος, ονειρο πόλος)] …   Dictionary of Greek

  • θαλαμηπόλος — ο, η (AM θαλαμηπόλος, ό, ή) αυτός ή αυτή που υπηρετεί στα ιδιαίτερα διαμερίσματα τής κυρίας βασιλικού ή αρχοντικού σπιτιού και τη βοηθάει στο ντύσιμο, στον καλλωπισμό της κ.λπ. νεοελλ. ο καμαρότος πλοίου, ο υπεύθυνος για τη φροντίδα τών χώρων… …   Dictionary of Greek

  • μουσοπόλος — μουσοπόλος, ον (Α) 1. αυτός που υπηρετεί τις Μούσες, δηλ. ο ποιητικός 2. αυτός που συνοδεύεται από μουσική 3. το αρσ. ως ουσ. ὁ μουσοπόλος ο αοιδός. [ΕΤΥΜΟΛ. < μοῦσα + πολος (< πέλω / πέλομαι «περιφέρομαι»), πρβλ. θεο πόλος, ονειρο πόλος] …   Dictionary of Greek

  • ναοπόλος — και ιων. τ. νηοπόλος, ον (Α) 1. αυτός που κατοικεί στον ναό ή που ασχολείται με τον ναό («ναοπόλος μάντις», Πίνδ.) 2. το αρσ. ως ουσ. ὁ ναοπόλος φύλακας, επιστάτης ναού. [ΕΤΥΜΟΛ. < ναός + πόλος (< πέλω / πέλομαι), πρβλ. θαλαμη πόλος, ονειρο …   Dictionary of Greek

  • οινοπόλος — οἰνοπόλος, ον (Α) αυτός που ασχολείται με υποθέσεις οίνου. [ΕΤΥΜΟΛ. < οῑνος + πόλος (< πόλος < πέλω / πέλομαι «περιφέρομαι»), πρβλ. ονειρο πόλος] …   Dictionary of Greek

  • μυστιπόλος — μυστιπόλος, ον (ΑΜ) αυτός που τελεί μυστήρια ή μια μυστική τελετή 2. αυτός που χρησιμεύει στη διεξαγωγή μυστικών τελετών («μυστιπόλος φόρμιγξ») μσν. εκκλ. ιεράρχης. [ΕΤΥΜΟΛ. < μύστης + πόλος (< πέλω / πέλομαι «περιφέρομαι»), πρβλ. ονειρο… …   Dictionary of Greek

  • υμνοπόλος — και ὑμνηπόλος, ον, Α 1. αυτός που ασχολείται με τη σύνθεση ύμνων 2. το αρσ. ως ουσ. ὁ ὑμνοπόλος ο ποιητής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕμνος + πόλος (< πέλομαι «περιφέρομαι»), πρβλ. ονειρο πόλος] …   Dictionary of Greek

  • Καναδάς — I Επίσημη ονομασία: Καναδάς Έκταση: 9.970.610 τ. χλμ. Πληθυσμός: 30.007.094 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Οτάβα (827.898 κάτ. το 2001)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Ν με τις ΗΠΑ και στα Δ με την πολιτεία Αλάσκα των ΗΠΑ. Βρέχεται στα Β από… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Κινηματογράφος — ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΣ Η παρατεταμένη προϊστορία Στο ξεκίνημα του εικοστού αιώνα ο ελληνικός κινηματογράφος ακολουθεί κοινή πορεία με τον κινηματογράφο των υπόλοιπων μικρών περιφερειακών χωρών, οι οποίες παρακολουθούν με θαυμασμό και τάσεις… …   Dictionary of Greek

  • λοξοπολώ — λοξοπολῶ, έω (Α) περιπλανιέμαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < λοξός + πολῶ (< πόλος), πρβλ. ονειρο πολώ, περι πολώ] …   Dictionary of Greek

  • μυσπολώ — μυσπολῶ, έω (Α) περιφέρομαι ή συμπεριφέρομαι σαν ποντίκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < μῦς «ποντικός» + πολῶ (< πόλος < πέλω / πέλομαι «περιφέρομαι»), πρβλ. ιερα πολώ, ονειρο πολώ] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”