- ἀνιγρός
ἀνιγρός, = ἀνιαρός, sp. D., z. B. Iul. Aeg. 64 (VII, 561); Opp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀνιγρός, = ἀνιαρός, sp. D., z. B. Iul. Aeg. 64 (VII, 561); Opp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀνιγρός — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἄνιγρος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανιγρός — Ονομασία μικρού ποταμού της αρχαίας Τριφυλίας. Πήγαζε από το όρος Λάπιθο ή Μάκιστο, το σημερινό Καϊάφα και Σμέρνα, και χυνόταν κοντά στην πόλη Σαμικόν ή Αρήνη ή Μάκιστον, κοντά στις εκβολές του Αλφειού. Σύμφωνα με αρχαία παράδοση (λεγόταν τότε… … Dictionary of Greek
ἀνιγρά — ἀνιγρός neut nom/voc/acc pl ἀνιγρά̱ , ἀνιγρός fem nom/voc/acc dual ἀνιγρά̱ , ἀνιγρός fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνιγρόν — ἀνιγρός masc acc sg ἀνιγρός neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνιγραί — ἀνιγρός fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνιγροῖς — ἀνιγρός masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνιγροί — ἀνιγρός masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνιγροῦ — ἀνιγρός masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνιγρούς — ἀνιγρός masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνιγρή — ἀνιγρός fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)