ὀνειρό-πληξ

ὀνειρό-πληξ

ὀνειρό-πληξ, ηγος, = Vorigem, Philo, vgl. Lob. Phryn. 611.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κωμοπλήξ — κωμοπλήξ, ῆγος, ὁ, ἡ (Α) αυτός που μέθυσε σε γλέντι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κῶμος + πλήξ (< πλήσσω), πρβλ. κεραυνο πλήξ, ονειρο πλήξ] …   Dictionary of Greek

  • οιστροπλήξ — οἰστροπλήξ, πλῆγος, ὁ, η (Α) (ποιητ. τ.) (για την Ιώ και για τις Βάκχες) αυτός που έχει πληγεί από τον οίστρο, μανιώδης. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἶστρος + πλήξ (< πλήσσω), πρβλ. ονειρο πλήξ] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”