- ὀνειρωτικός
ὀνειρωτικός, zum Träumen gehörig, Schol. Theocr. 9, 16.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὀνειρωτικός, zum Träumen gehörig, Schol. Theocr. 9, 16.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ονειρωτικός — ὀνειρωτικός, ή, όν (Α) (δ. γρφ.) βλ. ονειρωκτικός … Dictionary of Greek
ονειρωκτικός — ὀνειρωκτικός και δ. γρφ. ὀνειρωτικός, ή, όν (Α) [ονειρώττω] αυτός που ανήκει στα όνειρα ή αυτός που συμβαίνει κατά τη διάρκεια ονείρων … Dictionary of Greek