- ἀνεμό-θροος
ἀνεμό-θροος, vom Winde rauschend.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀνεμό-θροος, vom Winde rauschend.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
άμα — (Α ἅμα) Ι. (ως επίρρημα) (παροιμιώδης φράση) «ἅμ’ ἔπος ἅμ’ ἔργον», πάραυτα, αμέσως, παρευθύς, στη στιγμή και νεώτ. «εν τω άμα» και «ἐν τῷ ἅμα καὶ τό θάμα» αρχ. (κυρίως με άμεση αναφορά σε χρόνο) 1. αμέσως, συγχρόνως 2. με την ίδια σημασία… … Dictionary of Greek