- ἀνεμωνίς
ἀνεμωνίς, ἡ, dass., Nonn. D. 43, 223; Nic. fr. 2, 64.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀνεμωνίς, ἡ, dass., Nonn. D. 43, 223; Nic. fr. 2, 64.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀνεμωνίδας — ἀνεμωνίς fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνεμωνίδες — ἀνεμωνίς fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνεμωνίδος — ἀνεμωνίς fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανεμώνη — (anemone). Ονομασία πολυάριθμων λουλουδιών και φυτών, από τα οποία άλλα είναι αυτοφυή και άλλα καλλιεργούνται ως καλλωπιστικά. Το γένος α. ανήκει στην οικογένεια των ρανουγκουλιδών και περιλαμβάνει ριζωματώδεις πόες με πρώιμη ανοιξιάτικη… … Dictionary of Greek