- ἀμεύομαι
ἀμεύομαι (dasselbe W. mit ἀμείβω), Pind. P. 1, 45, ἀμεύσασϑαι ἀντίους, die Gegner übertreffen; auch im frg. bei Eusth. (Schol. παρελϑεῖν καὶ νικῆσαι); ὕδατα ἀμευσάμενος Euphor. fr. 70.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀμεύομαι (dasselbe W. mit ἀμείβω), Pind. P. 1, 45, ἀμεύσασϑαι ἀντίους, die Gegner übertreffen; auch im frg. bei Eusth. (Schol. παρελϑεῖν καὶ νικῆσαι); ὕδατα ἀμευσάμενος Euphor. fr. 70.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αμεύομαι — ἀμεύομαι (Α) (δωρικός τύπος σε χρήση μόνο στον μέλλοντα και αόριστο) 1. ξεπερνώ, νικώ 2. διέρχομαι, διαπερνώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Διαλεκτικός ρηματικός τ. που αρχικά σήμαινε «κινώ, διακινώ», κατόπιν «ανταλλάσσω» και τελικά προσέλαβε, κατ’ επέκταση, τη… … Dictionary of Greek
ἀμεύσεσθαι — ἀμεύομαι surpass fut inf mid (aeolic) ἀ̱μεύσεσθαι , ἀμεύομαι surpass futperf inf mid (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμευσάμενος — ἀμεύομαι surpass aor part mid masc nom sg (aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμεύσασθαι — ἀμεύομαι surpass aor inf mid (aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμεύσασθ' — ἀμεύσασθε , ἀμεύομαι surpass aor imperat mid 2nd pl (aeolic) ἀ̱μεύσασθε , ἀμεύομαι surpass aor ind mid 2nd pl (doric aeolic) ἀμεύσασθαι , ἀμεύομαι surpass aor inf mid (aeolic) ἀμεύσασθε , ἀμεύομαι surpass aor ind mid 2nd pl (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμεύσω — ἀ̱μεύσω , ἀμεύομαι surpass aor ind mid 2nd sg (doric aeolic) ἀμεύομαι surpass aor ind mid 2nd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμευσίπορος — ἀμευσίπορος, ον (Α) αυτός, στον οποίο διασταυρώνονται οι δρόμοι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄμευσι (< ἀμεύομαι) + πόρος] … Dictionary of Greek
αμευσιεπής — ἀμευσιεπής, ές, (Α) αυτός που ξεπερνά τα λόγια, ευρετικός, επινοητικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμευσι (< ἀμεύομαι + επὴς < ἔπος] … Dictionary of Greek
αμεύσιμος — ἀμεύσιμος, ον (Α) [ἀμεύομαι] πορεύσιμος, διαπερατός, διαβατός … Dictionary of Greek
παραμεύομαι — Α 1. υπερέχω, υπερτερώ ως προς κάτι, παραμείβομαι* («μορφᾷ παραμεύσεται ἄλλους», Πίνδ.) 2. (ως ενεργ. που απαντά μόνο στο απρμφ. αορ.) παραμεῡσαι (κατά τον Ησύχ.) «παραλλάξαι, ἐκτραπῆναι». [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ἀμεύομαι «υπερβάλλω, νικώ»] … Dictionary of Greek