- ἀν-εύρυσμα
ἀν-εύρυσμα, τό, die Erweiterung, bes. Schlagadergeschwulst, Medic.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀν-εύρυσμα, τό, die Erweiterung, bes. Schlagadergeschwulst, Medic.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εύρυσμα — το (Μ εὔρυσμα) [ευρύνω] το ανεύρυσμα … Dictionary of Greek
ευρυσματώδης — εὐρυσματώδης, ες (Α) αυτός που είναι όμοιος με ανεύρυσμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < *εύρυσμα, ( ατος) < ευρύνω (η λ. εύρυσμα* που μαρτυρείται είναι μσν.) + ώδης*] … Dictionary of Greek