- ἀξιό-θρηνος
ἀξιό-θρηνος, thränenwerth, Eur. Alc. 907.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀξιό-θρηνος, thränenwerth, Eur. Alc. 907.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολύθρηνος — ον, Α 1. αυτός που αποτελείται από πολλούς θρήνους, από πολλά δάκρυα («πολύθρηνον αἰῶν», Αισχύλ.) 2. πολυθρήνητος («πολυθρηνότερον παιδίον», Ιμέρ). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + θρῆνος (πρβλ. αξιό θρηνος)] … Dictionary of Greek
φιλόθρηνος — ον, ΜΑ 1. αυτός που τού αρέσουν οι θρήνοι, αυτός που θρηνεί συχνά, κλαψιάρης 2. (με παθ. σημ.) αυτός που τόν θρηνούν συχνά. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + θρῆνος (πρβλ. ἀξιό θρηνος)] … Dictionary of Greek
Τσεχία — Συνορεύει στα βόρεια με τη Γερμανία και την Πολωνία, στα νότια με τη Αυστρία και στα νοτιοανατολικά με τη Σλοβακία.Όταν διασπάστηκε η Τσεχοσλοβακία, στη Δημοκρατία της Τσεχίας παρέμειναν το ιστορικό βασίλειο της Βοημίας, η Μοραβία και τμήμα της… … Dictionary of Greek