- περι-τυκίζω
περι-τυκίζω, ringsum behauen, conj. für περιτύκω beim Schol. Ar. Av. 1138.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
περι-τυκίζω, ringsum behauen, conj. für περιτύκω beim Schol. Ar. Av. 1138.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
περιτυκίζω — Α περικόπτω, πελεκώ ολόγυρα κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + τυκίζω «κόβω, ξέω, κατεργάζομαι λίθους»] … Dictionary of Greek