- ἀνεψιάδης
ἀνεψιάδης, auch ἀνεψιαδοῦς, ὁ, Sohn eines Geschwisterkindes, s. Dem. 45, 54; B. A. 401 aus com.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀνεψιάδης, auch ἀνεψιαδοῦς, ὁ, Sohn eines Geschwisterkindes, s. Dem. 45, 54; B. A. 401 aus com.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀνεψιάδης — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνεψιάδαι — ἀνεψιάδης masc nom/voc pl ἀνεψιάδᾱͅ , ἀνεψιάδης masc dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνεψιαδῶν — ἀνεψιάδης masc gen pl ἀνεψιαδοῦς first cousin s son masc gen pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)