- ἀν-ιχνευτής
ἀν-ιχνευτής, ὁ, Aufspürer (?).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀν-ιχνευτής, ὁ, Aufspürer (?).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
Ἰχνευτής — tracker masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰχνευτής — tracker masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιχνευτής — ὁ (Α ἰχνευτής) [ιχνεύω] ανιχνευτής, ιχνηλάτης αρχ. 1. στον πληθ. Ἰχνευταί τίτλος σατυρικού δράματος τού Σοφοκλή 2. αυτός που ανιχνεύει, αυτός που οσφραίνεται και κυνηγά εκείνους που έχουν χρήματα 3. πάπ. εντεταλμένο άτομο που αναζητά ανθρώπους… … Dictionary of Greek
ιχνευτής — ο ανιχνευτής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ἰχνευταῖς — Ἰχνευτής tracker masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰχνευταῖς — ἰχνευτής tracker masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἰχνευταί — Ἰχνευτής tracker masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰχνευταί — ἰχνευτής tracker masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἰχνευτᾶο — Ἰχνευτής tracker masc gen sg (epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰχνευτᾶο — ἰχνευτής tracker masc gen sg (epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἰχνευτῇ — Ἰχνευτής tracker masc dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)