- ἀν-ευάζω
ἀν-ευάζω (εὖα), bacchisch aufjubeln, Arr. An. 5, 2; Claudian. 2 (IX, 139); Διόνυσον D. Per. 580.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀν-ευάζω (εὖα), bacchisch aufjubeln, Arr. An. 5, 2; Claudian. 2 (IX, 139); Διόνυσον D. Per. 580.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εὐάζω — cry pres subj act 1st sg εὐάζω cry pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευάζω — εὐάζω και εὐιάζω (Α) κραυγάζω, βοώ «εὐαί» προς τιμήν τού Βάκχου και το μέσ. εὐάζομαι με την ίδια ενεργ. διάθ. («Βάκχιον εὐαζομένα», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Προέρχεται από το επιφώνημα τών διονυσιακών τελετουργιών εύα + κατάλ. άζω. Κοινής προελεύσεως και… … Dictionary of Greek
εὐαζόντων — εὐάζω cry pres part act masc/neut gen pl εὐάζω cry pres imperat act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐάζει — εὐάζω cry pres ind mp 2nd sg εὐάζω cry pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐάζουσι — εὐάζω cry pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) εὐάζω cry pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐαζούσαις — εὐάζω cry pres part act fem dat pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐάζειν — εὐάζω cry pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐάζοντες — εὐάζω cry pres part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐάζουσα — εὐάζω cry pres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐάζουσαν — εὐάζω cry pres part act fem acc sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐάζων — εὐάζω cry pres part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)