- ἀμευσι-επὴς
ἀμευσι-επὴς φροντίς, Pind. frg. Eusth., der Wort übertreffende Gedanke (von den VLL. schon verschieden erkl.).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀμευσι-επὴς φροντίς, Pind. frg. Eusth., der Wort übertreffende Gedanke (von den VLL. schon verschieden erkl.).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αμευσιεπής — ἀμευσιεπής, ές, (Α) αυτός που ξεπερνά τα λόγια, ευρετικός, επινοητικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμευσι (< ἀμεύομαι + επὴς < ἔπος] … Dictionary of Greek