ἀ-μετά-θετος

ἀ-μετά-θετος

ἀ-μετά-θετος (nicht umzusetzen), unveränderlich, fest, Polyb. διάληψις, Entscheidung, 30, 17, 2 u. öfter; πίστις D. Sic. 1, 23. – Adv. -τως, Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ευμετάθετος — η, ο (Α εὐμετάθετος, ον) αυτός που μεταφέρεται εύκολα, ευμετακίνητος, φορητός αρχ. 1. αυτός που αλλάζει εύκολα 2. εύκολα μεταβαλλόμενος, άστατος («ταραχώδης καὶ εὐμετάθετος καὶ στασιαστικὸς ἦν», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + μετα θετός (< μετα… …   Dictionary of Greek

  • μετάθετος — μετάθετος, ον (Α) [μετατίθημι] αυτός που μεταβάλλεται εύκολα, ευμετάβολος («μεταθετός ἐστιν ἡ τύχη», Πολ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μετα* + θετός, με αναβιβασμό τού τόνου λόγω συνθέσεως] …   Dictionary of Greek

  • τίθημι — ΝΜΑ (μέσ. παθ.) τίθεμαι τοποθετούμαι νεοελλ. (κυρίως σε φρ.) α) «τίθεμαι επικεφαλής» i) μπαίνω πρώτος στη σειρά ii) μτφ. γίνομαι αρχηγός, προΐσταμαι β) «τίθεμαι επί ποδός» δραστηριοποιούμαι, κινητοποιούμαι γ) «τίθεμαι επί το έργον» καταπιάνομαι… …   Dictionary of Greek

  • Κούβα — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Κούβας Έκταση: 110.860 τ. χλμ. Πληθυσμός: 11.243.400 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Αβάνα (2.181.500 κάτ. το 2001)Νησιωτικό κράτος της Καραϊβικής θάλασσας, στην Κεντρική Αμερική, μεταξύ του κόλπου του Μεξικού και της… …   Dictionary of Greek

  • Σεβήροι — Όνομα Ρωμαίων αυτοκρατόρων. 1. Λούκιος Σεπτίμιος Σεβήρος (146 211). Διατέλεσε συγκλητικός, ταμίας, ανθύπατος της Αφρικής και αρχηγός των Λεγεώνων της Ιλλυρίας. Μετά το θάνατο του Περτίνακα, ανακηρύχτηκε αυτοκράτορας από το στρατό της Ιλλυρίας,… …   Dictionary of Greek

  • Μωάμεθ — (αραβ. Μουχάματ, Μέκκα περ. 570 – Μεδίνα 632). Προφήτης και ιδρυτής του Ισλαμισμού. Για τη ζωή του Μ. η μόνη ασφαλής πηγή είναι το Κοράνιο, το οποίο όμως περιέχει ελάχιστο βιογραφικό υλικό. Ακολουθεί η Σίρα ή «Υποδειγματική ζωή» του προφήτη, που… …   Dictionary of Greek

  • ουσία — Κάτι που πραγματικά υπάρχει. Λέγεται επίσης και για κάτι που ικανοποιεί τη γεύση (το ψωμί χωρίς αλάτι δεν έχει ουσία). Ως σύνθετη, η λέξη έχει διάφορες έννοιες, όπως, για παράδειγμα, περιουσία. Ο όρος χρησιμοποιείται ιδιαίτερα στα φιλοσοφικά… …   Dictionary of Greek

  • Άνυτος — I Μυθολογικό πρόσωπο. Τιτάνας, θετός πατέρας της θεάς Δεσποίνης. II (5ος – αρχές 4ου αι. π.Χ.). Ιστορικό πρόσωπο. Αθηναίος πολιτικός. Γιος του Ανθεμίωνα, πλούσιος βυρσοδέψης. Κατά τον Πελοποννησιακό πόλεμο ήταν στρατηγός· κατηγορήθηκε όμως για… …   Dictionary of Greek

  • γονέων και τέκνων, σχέσεις — (Νομ.).Ο δεσμός μεταξύ γονέων και τέκνων, σύμφωνα με τον οποίο καθορίζονται πολυάριθμες έννομες σχέσεις, όπως η γονική μέριμνα, η κληρονομική διαδοχή, η επιλογή απόκτησης του επώνυμου κλπ. Ο δεσμός αυτός έχει ως έρεισμα τη γέννηση από γάμο, τη… …   Dictionary of Greek

  • Λεύκιος Ουίρος ή Βέρος — (Lucius Verus, 130 – 169 μ.Χ.). Ρωμαίος συναυτοκράτορας με τον Μάρκο Αυρήλιο (161 169 μ.Χ.). Ήταν γιος του Λεύκιου Αιλίου και θετός γιος του αυτοκράτορα Αντωνίνου του Ευσεβούς, όπως και ο Μάρκος Αυρήλιος. Σε αντίθεση με τον συναυτοκράτορά του, ο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”