ἀ-μετά-βλητος

ἀ-μετά-βλητος

ἀ-μετά-βλητος, unveränderlich, Tim. Locr. 98 c; Alc Mess. 2 (XII, 30) ἡλικία, wo andere -κλητος lesen wollen, Plut.; τὸ ἀμετάβλητον, liquida, Schol. Il. 4. 11, u. a. Gramm., wie Draco u. Sp. – Adv. -βλητί. Schol. Il. 16, 61.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ευμετάβλητος — η, ο (ΑΜ εὐμετάβλητος, ον) 1. αυτός που μεταβάλλεται ή αλλοιώνεται εύκολα, μεταβλητός, ασταθής 2. το ουδ. ως ουσ. το ευμετάβλητο(ν) η ευμεταβλησία (α. «το ευμετάβλητο τού χαρακτήρα» β. «τῆς τύχης τὸ εὐμετάβλητον», Αίσωπ.) αρχ. (για τροφή)… …   Dictionary of Greek

  • gʷel-2, gʷelǝ-, gʷlē- —     gʷel 2, gʷelǝ , gʷlē     English meaning: to drip, flow; to throw     Deutsche Übersetzung: a) “herabträufeln, ũberrinnen, quellen”; b) “werfen”, presumably to vereinigen under “fallen lassen”, intr. “herabfallen”     Note: after Wackernagel …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”