- ἀν-ετικός
ἀν-ετικός, nachlassend, von ἀνίημι, bei Gramm. ein Nachlassen bedeutend, Ggstz ἐπιτατικός.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀν-ετικός, nachlassend, von ἀνίημι, bei Gramm. ein Nachlassen bedeutend, Ggstz ἐπιτατικός.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μεθετικός — μεθετικός, ή, όν (Α) 1. αυτός που παραμελεί, που εγκαταλείπει κάτι 2. αυτός που έχει κλίση στη μέθεσιν*, στην ύφεση, στη χαλάρωση 3. αυτός που ενδίδει, που υποχωρεί εύκολα. επίρρ... μεθετικώς (Α) με μεθετικό ή υποχωρητικό τρόπο, αμελώς, με… … Dictionary of Greek
πολυφυλετικός — ή, ό, Ν βιολ. αυτός που κατάγεται από περισσότερους τού ενός προγονικούς τύπους. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. polyphyletic < πολύφυλος + κατάλ. ετικός] … Dictionary of Greek