ευθυεπής — εὐθυεπής, ές (Α) αυτός που μιλάει με παρρησία, με ελευθερία λόγου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευθυ * + επής (< έπος «λόγος»), πρβλ. καλλι επής, α μετρο επής] … Dictionary of Greek
θελξιεπής — θελξιεπής, ές (Α) αυτός που λέει ευχάριστα λόγια, που θέλγει με τα λόγια του. [ΕΤΥΜΟΛ. < θελξι (< θέλγω*) + επής (< έπος), πρβλ. α μετρο επής, καλλι επής] … Dictionary of Greek
θεοεπής — θεοεπής, ές (Α) θεσπέσιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + επής (< έπος), πρβλ. α μετρο επής, καλλι επής] … Dictionary of Greek
καλλιεπής — ές (AM καλλιεπής, ές) αυτός που μιλά ή γράφει με επιμελημένο ύφος. επίρρ... καλλιεπώς με καλλιέπεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι) * + επής (< ἔπος), πρβλ. α μετρο επής, ψευδο επής] … Dictionary of Greek
έπος — Εκτεταμένο ποίημα, το οποίο μέσω της εξιστόρησης είτε ηρωικών πράξεων μυθολογικών ή πραγματικών προσώπων είτε υπερφυσικών γεγονότων εκφράζει, σε ύφος υψηλό, τη βαθύτερη σημασία που έχει η ιστορία μιας κοινότητας ανθρώπων και της δίνει συνείδηση… … Dictionary of Greek
αμετροεπής — ές (Α ἀμετροεπής) αυτός που δεν έχει μέτρο στο λέγειν, φλύαρος, αθυρόστομος, αυθάδης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄμετρος + επής < ἔπος. ΠΑΡ. νεοελλ. αμετροέπεια] … Dictionary of Greek