ἀ-μετρο-επής

ἀ-μετρο-επής

ἀ-μετρο-επής, Hom. einmal, Iliad. 2, 212 Θερσίτης δ' ἔτι μοῠνος ἀμετροεπὴς ἐκολῴα, ὅς ῥ' ἔπεα φρεσὶν ᾑσιν ἄκοσμά τε πολλά τε ᾔδη, μάψ, ἀτὰρ οὐ κατὰ κόσμον, ἐριζέμεναι βασιλεῠσιν; der dritte Vers erklärt das ἄκοσμα des zweiten, der zweite das ἀμετροεπής des ersten; also = maßlos im Reden, viel u. unziemlich schwatzend.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ευθυεπής — εὐθυεπής, ές (Α) αυτός που μιλάει με παρρησία, με ελευθερία λόγου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευθυ * + επής (< έπος «λόγος»), πρβλ. καλλι επής, α μετρο επής] …   Dictionary of Greek

  • θελξιεπής — θελξιεπής, ές (Α) αυτός που λέει ευχάριστα λόγια, που θέλγει με τα λόγια του. [ΕΤΥΜΟΛ. < θελξι (< θέλγω*) + επής (< έπος), πρβλ. α μετρο επής, καλλι επής] …   Dictionary of Greek

  • θεοεπής — θεοεπής, ές (Α) θεσπέσιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + επής (< έπος), πρβλ. α μετρο επής, καλλι επής] …   Dictionary of Greek

  • καλλιεπής — ές (AM καλλιεπής, ές) αυτός που μιλά ή γράφει με επιμελημένο ύφος. επίρρ... καλλιεπώς με καλλιέπεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι) * + επής (< ἔπος), πρβλ. α μετρο επής, ψευδο επής] …   Dictionary of Greek

  • έπος — Εκτεταμένο ποίημα, το οποίο μέσω της εξιστόρησης είτε ηρωικών πράξεων μυθολογικών ή πραγματικών προσώπων είτε υπερφυσικών γεγονότων εκφράζει, σε ύφος υψηλό, τη βαθύτερη σημασία που έχει η ιστορία μιας κοινότητας ανθρώπων και της δίνει συνείδηση… …   Dictionary of Greek

  • αμετροεπής — ές (Α ἀμετροεπής) αυτός που δεν έχει μέτρο στο λέγειν, φλύαρος, αθυρόστομος, αυθάδης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄμετρος + επής < ἔπος. ΠΑΡ. νεοελλ. αμετροέπεια] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”