ἀ-μετρο-πότης

ἀ-μετρο-πότης

ἀ-μετρο-πότης, λαιμός, der unmäßig trinkende, Agath. 55 (IX, 644).


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • λαβροπότης — λαβροπότης, ὁ (Α) αυτός που πίνει χωρίς μέτρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < λάβρος + πότης (< πίνω), πρβλ. οινο πότης, υδατο πότης] …   Dictionary of Greek

  • μετριοπότης — μετριοπότης, ὁ (Α) αυτός που πίνει με μέτρο, με μέτριο τρόπο, μετρημένα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέτριος + πότης (< πότης < πίνω), πρβλ. οινο πότης] …   Dictionary of Greek

  • αίμα — Ρευστός ιστός του οποίου τα στερεά κυτταρικά στοιχεία αιωρούνται σε μια ροώδη μεσοκυττάρια ουσία, που ονομάζεται πλάσμα. Κυκλοφορεί σε ένα σύστημα αγγείων, το κυκλοφορικό σύστημα, και αντιπροσωπεύει για τα ανώτερα ζώα το μέσο με το οποίο… …   Dictionary of Greek

  • ακροπότης — ἀκροπότης, ο (Α) αυτός που πίνει κρασί χωρίς μέτρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο (ΙΙΙ) + πότης < πίνω. ΠΑΡ. αρχ. ἀκροποσία] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”