- ἀν-ισο-μήκης
ἀν-ισο-μήκης, ες, von ungleicher Länge, Gal.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀν-ισο-μήκης, ες, von ungleicher Länge, Gal.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ευθυμήκης — εὐθυμήκης, ες (Α) μακρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευθυ * + μηκης < μήκος (πρβλ. επι μήκης, ισο μήκης)] … Dictionary of Greek
ηερομήκης — ἠερομήκης, ες (Α) (επικ. τ. τού αερομήκης) ψηλός μέχρι τον ουρανό, θεόρατος, ουρανομήκης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηερο ιων. τ. τού αερο (< αηρ, πρβλ. ιων. γεν. ηέρος) + μήκης (< μήκος), πρβλ. επι μήκης, ισο μήκης] … Dictionary of Greek
ιδιομήκης — ἰδιομήκης, ες (Α) αυτός που έχει τις διαστάσεις του ίσες («ιδιομήκης αριθμός» ο αριθμός που είναι τέλειο τετράγωνο ενός ακέραιου αριθμού). [ΕΤΥΜΟΛ. < ιδιο * + μήκης (< μήκος), πρβλ. επι μήκης, ισο μήκης] … Dictionary of Greek
πολυμήκης — ύμηκες, Α πολύ μακρύς (α «πολυμήκης αὐλός» β. «πολυμήκεις στίχοι»). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + μήκης (< μῆκος), πρβλ. ισο μήκης] … Dictionary of Greek
τανυμήκης — ύμηκες, Α τεταμένος κατά μήκος, ψηλός. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τανν τού ρ. τάνυμαι* «τεντώνομαι» + μήκης (< μῆκος), πρβλ. ἰσο μήκης] … Dictionary of Greek
ετερομήκης — όμηκες (Α ἑτερομήκης, όμηκες) αυτός που δεν έχει ίσο μήκος σε όλες τις διαστάσεις του, ο ανισομήκης, ο ανισόπλευρος («ετερόμηκες τετράπλευρο» ορθογώνιο, όχι όμως τετράγωνο) νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ο ετερομήκης (ενν. αριθμός) ο αριθμός, γινόμενο… … Dictionary of Greek