- ἀν-ισο-τῑμία
ἀν-ισο-τῑμία, ἡ, ungleicher Werth, Schol. Il. 24, 58.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀν-ισο-τῑμία, ἡ, ungleicher Werth, Schol. Il. 24, 58.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πλεοτιμία — ἡ, Α η αύξηση τών τιμών. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλέον, ουδ. τού πλείων* + τιμία (< τιμος < τιμή), πρβλ. ισο τιμία, ομο τιμία] … Dictionary of Greek