- ἀν-ισο-παχής
ἀν-ισο-παχής, ές, von ungleicher Dicke, Gal.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀν-ισο-παχής, ές, von ungleicher Dicke, Gal.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ευπαχής — εὐπαχής, ές (Α) (για δέντρα) εύρωστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + παχής (< πάχος), πρβλ. α παχής, ισο παχής] … Dictionary of Greek
κνημοπαχής — κνημοπαχής, ές (Α) κνημιοπαχής*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κνήμη + παχής (< πάχος), πρβλ. ακρο παχής, ισο παχής] … Dictionary of Greek
ετεροπαχής — ἑτεροπαχής, ές (Α) ο άνισα παχύς, αυτός που είναι παχύς στο ένα μέρος («ξύλα ἑτεροπαχῆ»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο * + παχής (< πάχος), πρβλ. ισο παχής] … Dictionary of Greek