- ἀν-ισό-μετρος
ἀν-ισό-μετρος, von ungleichem Maaße, τινί, Aretaeus.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀν-ισό-μετρος, von ungleichem Maaße, τινί, Aretaeus.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φιλόμετρος — ον, Μ 1. αυτός που τού αρέσουν τα μέτρα, οι στίχοι 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ φιλόμετρον αγάπη για την ποίηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + μετρος (< μέτρον*), πρβλ. ἰσό μετρος] … Dictionary of Greek
ισόμετρος — η, ο (ΑΜ ἰσόμετρος, ον) 1. ίσος κατά το μέτρο με κάποιον άλλο 2. σύμμετρος, συμμετρικός, αναλογικός μσν. αυτός που έχει ακριβείς διαστάσεις (μσν. αρχ.) ισομήκης, ισομεγέθης («ἐπιστολὴν ἰσόμετρον καὶ ἰσοδύναμον», Ευστ.) αρχ. αυτός που έχει το ίδιο … Dictionary of Greek