- ἀν-ισό-πλευρος
ἀν-ισό-πλευρος, von ungleichen Seiten, Tim. Locr. 98 a.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀν-ισό-πλευρος, von ungleichen Seiten, Tim. Locr. 98 a.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ισοπληθόπλευρος — ἰσοπληθόπλευρος, ον (Α) αυτός που έχει ίσο αριθμό πλευρών. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσοπληθής + πλευρος (< πλευρά), πρβλ. ισό πλευρος, χρυσό πλευρος] … Dictionary of Greek
εύπλευρος — η, ο (Α εὔπλευρος, ον) αυτός που έχει ισχυρές πλευρές 2. αυτός που έχει ισχυρό στήθος και πνευμόνια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + πλευρος (< πλευρά), πρβλ. ισό πλευρος, τετρά πλευρος)] … Dictionary of Greek
ημίπλευρος — ον ἡμίπλευρος (Α) κομμένος σε δύο μέρη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + πλευρος < πλευρά (πρβλ. ά πλευρος, ισό πλευρος)] … Dictionary of Greek
θεόπλευρος — θεόπλευρος, ον (AM) 1. αυτός που βρίσκεται στο πλευρό τού θεού 2. (για τη λόγχη) αυτός που διαπερνά το πλευρό τού θεού. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + πλευρος (< πλευρά), πρβλ. ισό πλευρος, τετρά πλευρος] … Dictionary of Greek
πολύπλευρος — η, ο / πολύπλευρος, ον, ΝΜΑ αυτός που έχει πολλές πλευρές («πολύπλευρο σχήμα») νεοελλ. μτφ. αυτός που εμφανίζει πολλές απόψεις, πολλούς τομείς (α. «πολύπλευρο ζήτημα» β. «πολύπλευρη προσφορά») αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ πολύπλευρον το φυτό… … Dictionary of Greek
στρογγυλόπλευρος — ον, Α (για χέλι) αυτός που έχει στρογγυλές πλευρές. [ΕΤΥΜΟΛ. < στρογγύλος + πλευρος (< πλευρά), πρβλ. ισό πλευρος] … Dictionary of Greek
ισόπλευρος — η, ο (Α ἰσόπλευρος, ον) αυτός που έχει όλες τις πλευρές του ίσες («ισόπλευρο τρίγωνο») αρχ. 1) (για αριθμό) τετράγωνος 2) (ρητ.) (για περιόδους) με ίσο μήκος. επίρρ... ἰσοπλεύρως (Α) με ισόπλευρο τρόπο, με τετράγωνο τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + … Dictionary of Greek