- ἀν-εστραμμένως
ἀν-εστραμμένως, umgekehrt, verkehrt, von ἀναστρέφω.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀν-εστραμμένως, umgekehrt, verkehrt, von ἀναστρέφω.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐστραμμένως — in a varied manner indeclform (adverb) στράπτω lighten perf part mp masc acc pl (doric) στρέφω Aër. perf part mp masc acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)