- ἀν-εργάζομαι
ἀν-εργάζομαι, vollenden, zw. L., Poll. 9, 109.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀν-εργάζομαι, vollenden, zw. L., Poll. 9, 109.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εργάζομαι — εργάζομαι, εργάστηκα βλ. πίν. 36 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ἐργάζομαι — work pres ind mp 1st sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εργάζομαι — και εργάζω (AM ἐργάζομαι) 1. απασχολώ τις σωματικές και πνευματικές μου δυνάμεις στην παραγωγή έργου (α. «εργάζομαι σκληρά» β. «εργάζεται στα χωράφια» γ. «εργάζεται σ’ ένα πρόγραμμα οικονομικής συνεργασίας» δ. «εἴ τις οὐ θέλει ἐργάζεσθαι, μηδὲ… … Dictionary of Greek
εργάζομαι — εργάστηκα 1. δουλεύω γενικά: Εργάζομαι όπου βρω εργασία. 2. ασκώ επάγγελμα, υπηρετώ κάπου: Εργάζομαι στην τράπεζα. 3. κάνω, εκτελώ την τακτική μου εργασία: Τα δημόσια γραφεία δεν εργάζονται σήμερα. 4. μτφ., λειτουργώ: Το πλυντήριο εργάζεται. 5.… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εἰργασμένα — ἐργάζομαι work perf part mp neut nom/voc/acc pl εἰργασμένᾱ , ἐργάζομαι work perf part mp fem nom/voc/acc dual εἰργασμένᾱ , ἐργάζομαι work perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἴργασθε — ἐργάζομαι work plup ind mp 2nd pl ἐργάζομαι work perf imperat mp 2nd pl ἐργάζομαι work perf ind mp 2nd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐργασμένα — ἐργάζομαι work perf part mp neut nom/voc/acc pl (ionic) ἐργασμένᾱ , ἐργάζομαι work perf part mp fem nom/voc/acc dual (ionic) ἐργασμένᾱ , ἐργάζομαι work perf part mp fem nom/voc sg (doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐργάζεσθε — ἐργάζομαι work pres imperat mp 2nd pl (attic) ἐργάζομαι work pres ind mp 2nd pl (attic) ἐργάζομαι work imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰργασμέναι — ἐργάζομαι work perf part mp fem nom/voc pl εἰργασμένᾱͅ , ἐργάζομαι work perf part mp fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰργασμένον — ἐργάζομαι work perf part mp masc acc sg ἐργάζομαι work perf part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰργασμένων — ἐργάζομαι work perf part mp fem gen pl ἐργάζομαι work perf part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)