ἀ-μεριμνία

ἀ-μεριμνία

ἀ-μεριμνία, , dass., securitas, Hdn. 2, 4, 13; Plut. de vit. aer. al. 6.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • μεριμνιά — μεριμνιά, ἡ (Μ) στον πληθ. αἱ μεριμνιαί τα βάσανα, οι έγνοιες, ιδίως οι ερωτικές. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεριμνῶ + κατάλ. ιά) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”