- ἀν-ερωτίζω
ἀν-ερωτίζω, = dem vorigen, ἀνηρώτιζεν Teleclid. B. A. 403 u. Suid.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀν-ερωτίζω, = dem vorigen, ἀνηρώτιζεν Teleclid. B. A. 403 u. Suid.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ερωτίζω — ἐρωτίζω (AM) ρωτώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος ενεστ. από τον αόρ. τού ερωτώ και την κατάλ. ίζω] … Dictionary of Greek
ἠρώτιζον — ἐρωτίζω imperf ind act 3rd pl ἐρωτίζω imperf ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρωτιῶν — ἐρωτίζω fut part act masc nom sg (attic epic doric) ἐρωτιάω to be lovesick pres part act masc voc sg ἐρωτιάω to be lovesick pres part act neut nom/voc/acc sg ἐρωτιάω to be lovesick pres part act masc nom sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρωτίζειν — ἐρωτίζω pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνηρώτιζεν — ἀνά ἐρωτίζω imperf ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)