ἀν-επής

ἀν-επής

ἀν-επής, ές, wortlos, stumm, VLL.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ευθυεπής — εὐθυεπής, ές (Α) αυτός που μιλάει με παρρησία, με ελευθερία λόγου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευθυ * + επής (< έπος «λόγος»), πρβλ. καλλι επής, α μετρο επής] …   Dictionary of Greek

  • ηδυετής — ές (Α ἡδυεπής, δωρ. τ. ἁδυεπής, ές, θηλ. ποιητ. τ. ἡδυέπεια) αυτός ο οποίος μιλάει με γλυκό τρόπο, ο γλυκομίλητος αρχ. αυτός που ηχεί γλυκά, όμορφα, ο γλυκύφθογγος («ἡδυεπής λύρα», Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ηδυ * + επης (< έπος), πρβλ. ευρησι επής …   Dictionary of Greek

  • ημιεπής — ἡμιεπής, ές (Α) (κυρίως το ουδ. ως ουσ.) τὸ ἡμιεπές μισός επικός στίχος, μισό δακτυλικό εξάμετρο, τρεις δάκτυλοι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + επης (< έπος), πρβλ. αμετρο επής, καλλι επής] …   Dictionary of Greek

  • θελξιεπής — θελξιεπής, ές (Α) αυτός που λέει ευχάριστα λόγια, που θέλγει με τα λόγια του. [ΕΤΥΜΟΛ. < θελξι (< θέλγω*) + επής (< έπος), πρβλ. α μετρο επής, καλλι επής] …   Dictionary of Greek

  • θεοεπής — θεοεπής, ές (Α) θεσπέσιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + επής (< έπος), πρβλ. α μετρο επής, καλλι επής] …   Dictionary of Greek

  • θερσιεπής — θερσιεπής, ές (Α) αυτός που μιλά με θάρρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θέρσος, αιολ. τ. τού θάρσος, αττ. θάρρος + επής (< έπος), πρβλ. αμετρο επής, καλλι επής. Για τον σχηματισμό τού α συνθετικού πρβλ. δεξίδωρος, τερψίμβροτος] …   Dictionary of Greek

  • ισοεπής — ἰσοεπής, ές (Α) ίσος κατά την ομιλία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ισ(ο) * + επής (< ἔπος), πρβλ. δεινο επής, ψευδο επής] …   Dictionary of Greek

  • ισχνοεπής — ἰσχνοεπής, ές (Μ) αυτός που συζητά λεπτομερώς, αυτός που λεπτολογεί. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσχνός + επής (< ἔπος), πρβλ. αισχρο επής, αμετρο επής] …   Dictionary of Greek

  • καλλιεπής — ές (AM καλλιεπής, ές) αυτός που μιλά ή γράφει με επιμελημένο ύφος. επίρρ... καλλιεπώς με καλλιέπεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι) * + επής (< ἔπος), πρβλ. α μετρο επής, ψευδο επής] …   Dictionary of Greek

  • κομψοεπής — ές (Α κομψοεπής, ές) αυτός που μιλά κομψά, καλλιεπής. [ΕΤΥΜΟΛ. < κομψός + επής (< ἔπος), πρβλ. αμετρο επής, ηδυ επής] …   Dictionary of Greek

  • μακρηγορής — μακρηγορής, ές (Μ) μακρήγορος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μακρ(ο) * + ηγορής (< ἀγορά), αντί τού μακρήγορος, πιθ. κατά τα επής (< ἔπος), πρβλ. αισχρο επής, ψευδο επής] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”