ἀν-επί-μικτος

ἀν-επί-μικτος

ἀν-επί-μικτος, 1) unvermischt, Arist. spir. 5, 4; rein, ῥυπαρίας, von Schmutz, Diosc.; ἀνεπιμίκτους τοῖς πάϑεσι ψυχάς Plut. Gryll. 6; ἀν. καὶ ἄχραντος τῆς ἄλλης Ἑλλάδος Phryn. p. 355. – 2) ungesellig, nicht verkehrend, ἀνϑρώπων, mit Menschen, Strabo; βίος Plut. Rom. 3; von einem Lande, unbesucht, Diod. Sic. 5, 21.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ευεπίμικτος — εὐεπίμικτος, ον και εὐεπίμεικτος, ον (Α) 1. αυτός τον οποίο μπορεί κάποιος να πλησιάσει εύκολα, ο ευπρόσιτος («χώραν πᾱσιν εὐεπίμικτον», Στράβ.) 2. (για ανθρώπους) ο καταδεκτικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + επί μικτος (< επι μίγνυμι)] …   Dictionary of Greek

  • θηριομιξία — θηριομιξία, ἡ (Α) συνουσία με θηρία. [ΕΤΥΜΟΛ. < θηρίο + μιξία (< μικτός), πρβλ. α μιξία, επι μιξία] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”