- ἀν-επί-κλητος
ἀν-επί-κλητος, untadelhaft, Xen. Cyr. 2, 1, 22 (besser als die v. l. ἀνεπίπληκτος u. ἀνεπίληπτος). – Adv. -ήτως, Thuc. 1, 92.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀν-επί-κλητος, untadelhaft, Xen. Cyr. 2, 1, 22 (besser als die v. l. ἀνεπίπληκτος u. ἀνεπίληπτος). – Adv. -ήτως, Thuc. 1, 92.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καλώ — (AM καλῶ, έω, Α αιολ. τ. κάλημι) 1. ζητώ από κάποιον να έρθει κοντά μου (α. «κάλεσε την πυροσβεστική γρήγορα» β. «εἰς ἀγορὴν καλέσαντα... Ἀχαιούς», Ομ. Οδ.) 2. προσκαλώ κάποιον για χορό, δείπνο, γιορτή κ.λπ., συγκεντρώνω άτομα με πρόσκληση (α.… … Dictionary of Greek