ἀν-επί-τακτος

ἀν-επί-τακτος

ἀν-επί-τακτος, keinem Befehle unterworfen, frei, ἐξουσία εἰς τὴν δίαιταν Thuc. 7, 69; neben ἀδίδακτος Plut. Gryll. 3. – A dv., Diog. L., ungeheißen.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ευεπίτακτος — εὐεπίτακτος, ον (Α) υπάκουος σε διαταγές. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + επί τακτος (< επι τάσσω)] …   Dictionary of Greek

  • τάσσω — ΝΜΑ, και αττ. τ. τάττω Α 1. βάζω, τοποθετώ σε κατάλληλη θέση 2. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) τεταγμένος, η, ο και μόνο στη νεοελλ. και ταγμένος, η, ο α) τοπ. ο παρατεταγμένος β) χρον. ο καθορισμένος από πριν, προδιαγεγραμμένος νεοελλ. 1. ορίζω …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”