- ἀν-επί-σχετος
ἀν-επί-σχετος, unaufhaltsam, Sp.; adv., Plut. Ages. 27.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀν-επί-σχετος, unaufhaltsam, Sp.; adv., Plut. Ages. 27.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
επισχεσία — ἐπισχεσία, ἡ (Α) πρόφαση, αφορμή («οὐδὲ τιν’ ἄλλην μύθου ποιήσασθαι ἐπισχεσίην», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Τα σύνθετα με β’ συνθετικό * σχεσία προέρχονται από ρηματικά επίθ. τού έχω σε τός (πρβλ. υπο σχετός > υποσχεσία). Στην προκειμένη περίπτωση θα… … Dictionary of Greek
έχω — (I) (ΑΜ ἔχω) 1. κρατώ κάτι στα χέρια μου, είμαι ο κάτοχος (κύριος, ιδιοκτήτης) ενός πράγματος («έχει σπίτια και κτήματα») 2. (για προσωπική κράτηση) κρατώ, φυλάω («τόν έχουν μέσα» ή «τόν έχουν στη φυλακή») 3. (για δήλωση συγγενικού δεσμού ή άλλης … Dictionary of Greek