ἀν-επί-στρεπτος

ἀν-επί-στρεπτος

ἀν-επί-στρεπτος, sich. nicht kehrend an etwas, unbekümmert um etwas, τινός, Synes.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • στρέφω — ΝΜΑ, και δωρ. τ. στράφω και αιολ. τ. στροφῶ, άω και δ. αν. στρόφω Α 1. (αμτβ.) μετακινούμαι επί τόπου αλλάζοντας μέτωπο ή καθώς κινούμαι αλλάζω κατεύθυνση (α. «έστρεψε λίγο αριστερά προκειμένου να τόν δει» β. «λίγο πιο κάτω έστριψε στον διπλανό… …   Dictionary of Greek

  • στρεπτομυκίνη — Αντιβιοτικό που παράγεται από τον μεταβολισμό του μύκητα Streptomyces griseus, που απομονώθηκε το 1944. Χορηγούμενη δια της παρεντερικής οδού απορροφάται εύκολα, ενώ δεν απορροφάται όταν χορηγείται από το στόμα. Από τα γνωστότερα μικρόβια που… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”