- ἀν-επί-πλεκτος
ἀν-επί-πλεκτος, nicht verflochten, ohne enge Verbindung, Strab. 2 p. 115.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀν-επί-πλεκτος, nicht verflochten, ohne enge Verbindung, Strab. 2 p. 115.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πλέκω — (I) ΝΜΑ, διαλ. τ. πλέγω και πλέχω Ν 1. κατασκευάζω πλέγματα συστρέφοντας ή περνώντας το ένα μέσα από το άλλο κλαδιά, σχοινιά, καλάμια, νήματα ή άλλο υλικό (α. «πλεγμένα με τα φύλλα τού μυστικού Ελικώνος», Κάλβ. β. «πλέξαντες στέφανον ἐξ ἀκανθῶν… … Dictionary of Greek