- ἀν-επι-μέλητος
ἀν-επι-μέλητος, unbesorgt, unbeachtet, Schol. Ap. Rh. 1, 1175.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀν-επι-μέλητος, unbesorgt, unbeachtet, Schol. Ap. Rh. 1, 1175.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
επεγχάσκω — ἐπεγχάσκω και ἐπεγχαίνω (Μ) περιγελώ κάποιον με μορφασμούς, τόν κοροϊδεύω κατά πρόσωπο («ἐπεγχανεῑν τῷ τοῡ Μέλητος θανάτῳ», Αιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + εγχάσκω «χλευάζω»] … Dictionary of Greek