ἀν-επι-χείρητος

ἀν-επι-χείρητος

ἀν-επι-χείρητος, nicht anzugreifen, nicht zu überwältigen, Plut. Cleom. 3; adv. Stoic. 31.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ευεπιχείρητος — εὐεπιχείρητος, ον (Α) 1. αυτός τον οποίο εύκολα μπορεί κάποιος να προσβάλει, ο ευπρόσβλητος («τοῡ δὲ τῆς πόλεως ἐδάφους εὐεπιχειρήτου», Στράβ.) 2. αυτός που μπορεί να αποδειχθεί με επιχειρήματα («εὐεπιχείρητον πρόβλημα», Αριστοτ.) 3. αυτός που… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”