ἀν-επι-σφαλής

ἀν-επι-σφαλής

ἀν-επι-σφαλής, ές, = ἀσφαλής, Themist.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • επισφαλής — ές (Α ἐπισφαλής) 1. αυτός που κινδυνεύει να πέσει, που υπόκειται σε πτώση, αβέβαιος, ασταθής (α. «η θέση τής κυβέρνησης είναι επισφαλής» β. «τὰ μεγάλα πάντ’ ἐπισφαλῆ», Πλάτ.) 2. (για κτίσματα) σαθρός, ετοιμόρροπος αρχ. 1. αυτός που ενέχει… …   Dictionary of Greek

  • ερισφαλής — ἐρισφαλής, ές (Μ) επισφαλής, αβέβαιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < επιτ. μόριο ερι + σφαλής (< σφάλλω), τ. που απαντά μόνον εν συνθέσει (πρβλ. α σφαλής, επι σφαλής)] …   Dictionary of Greek

  • σφάλος — τό, ΝΑ σφάλμα, λάθος. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχηματισμός από το ρ. σφάλλω. Αμφίβολη ωστόσο θεωρείται η μαρτυρία τού αρχ. σφάλος (πρβλ. τα σύνθ. σε σφαλής: α σφαλής, επι σφαλής) …   Dictionary of Greek

  • παρασφαλής — ές, Α (για ανθρώπους) ο μη σταθερός, ο σφαλερός, ο ακροσφαλής. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + σφαλής (< σφάλλω), πρβλ. επι σφαλής] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”