- ἀν-επι-στασία
ἀν-επι-στασία, ἡ, Unachtsamkeit, Plat. Ax. 365 d.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀν-επι-στασία, ἡ, Unachtsamkeit, Plat. Ax. 365 d.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κορμοστασιά — η η στάση τού ανθρώπινου σώματος, το παράστημα, κυρίως το λεβέντικο. [ΕΤΥΜΟΛ. < αμάρτυρο *κορμο στασία με καταβιβασμό τού τόνου και συνίζηση κορμός + στασία (< στάτης < ασθενές θ. στᾰ τού ἵστημι), πρβλ. επι στασία, ορθο στασία] … Dictionary of Greek