- ἀν-επι-στρεφής
ἀν-επι-στρεφής, ές, dass., Plut. plac. phil. 1, 7 M.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀν-επι-στρεφής, ές, dass., Plut. plac. phil. 1, 7 M.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εϋστρεφής — ἐϋστρεφής, ές (Α) 1. (για χορδή τόξου ή λύρας) ο στριμμένος καλά («ἐϋστρεφέα νευρήν», Ομ. Ιλ.) 2. καλοσχηματισμένος, αρμονικός («ἐϋστρεφεῑς ὦμοι»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + στρεφής (< *στρέφος < στρέφω), πρβλ. αμφι στρεφής, επι στρεφής] … Dictionary of Greek
επιστρεφής — ἐπιστρεφής, ές (Α) 1. αυτός που στρέφει τον νου ή τα μάτια του κάπου, άγρυπνος, προσεκτικός («ἐπιστρεφὴς ῥήτωρ»(Ξεν.) 2. ακριβής, αυστηρός («ἐπιστρεφεστέρας... καταγραφάς», «ἐπιστρεφής ἀρχή») 3. ευλύγιστος 4. (για τραγούδι αηδονιού) ποικίλος 5.… … Dictionary of Greek