ἀν-αύξητος

ἀν-αύξητος

ἀν-αύξητος, 1) nicht wachsend, Arist. coel. 1, 3. – 2) ohne Augment, Gramm.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • αυξητός — ή, ό (Α αὐξητός, όν) [αύξω] αυτός που έχει ή που μπορεί να αυξηθεί …   Dictionary of Greek

  • αὐξητόν — αὐξητός that may be increased masc/fem acc sg αὐξητός that may be increased neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νεαύξητος — νεαύξητος, ον (Α) αυτός που αυξήθηκε πρόσφατα, νεοαύξητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + αύξητος (< αὔξω), πρβλ. αν αύξητος, δυσ αύξητος] …   Dictionary of Greek

  • νεοαύξητος — νεοαύξητος, ον (Α) αυτός που αυξήθηκε πρόσφατα. [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + αύξητος (< αὐξάνω), πρβλ. δυσ αύξητος] …   Dictionary of Greek

  • αυξάνω — και αυξαίνω και αξαίνω και αύξω (AM αὐξάνω και αὔξω, Μ και αὐξαίνω και ἀξαίνω) 1. (μτβ.) μεγαλώνω κάτι, το κάνω περισσότερο από όσο ήταν, το πολλαπλασιάζω 2. (αμτβ. με σημ. μέσ.) γίνομαι περισσότερος ή μεγαλύτερος, πληθαίνω, πολλαπλασιάζομαι αρχ …   Dictionary of Greek

  • δισαύξητος — ο γραμμ. (για ρήματα) αυτός που παίρνει διπλή, εσωτερική και εξωτερική, αύξηση (π.χ. «ορώ εώρων»). [ΕΤΥΜΟΛ. < δισ (βλ. δις) + αυξητός < αυξάνω. Η λ. μαρτυρείται από το 1853 στον Κ. Ασώπιο] …   Dictionary of Greek

  • αὐξητοῦ — αὐξητής increaser masc gen sg αὐξητός that may be increased masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐξητά — αὐξητά̱ , αὐξητής increaser masc nom/voc/acc dual αὐξητής increaser masc voc sg αὐξητής increaser masc nom sg (epic) αὐξητός that may be increased neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐξητῶν — αὐξητής increaser masc gen pl αὐξητός that may be increased masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”