- ἀν-αύγητος
ἀν-αύγητος, unerleuchtet, dunkel, Ἅιδης, Aesch. Prom. 1030.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀν-αύγητος, unerleuchtet, dunkel, Ἅιδης, Aesch. Prom. 1030.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μαλακαύγητος — μαλακαύγητος, ον (Α) αυτός που έχει νωθρό βλέμμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μαλακός + αύγητος < αὐγῶ] … Dictionary of Greek